- καλημερούδια
- επιφών. χαιρετισμού το οποίο δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλημέρα».[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλημέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. -ούδια, πληθ. τής κατάλ. -ούδι (πρβλ. μαθητ-ούδι* τρυφερ-ούδι)].
Dictionary of Greek. 2013.